- διατειχισμός
- διατειχ-ισμός, ὁ,A fortifying,
τᾶς πόλιος IG4.757B25
([place name] Troezen).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τᾶς πόλιος IG4.757B25
([place name] Troezen).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
διατειχισμός — διατειχισμός, ο (Α) οχύρωση με τείχος … Dictionary of Greek